- γυναικαδέλφη
- η свояченица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουνιάδος — και κονιάδος, ο, θηλ. κουνιάδα 1. αδελφός ή αδελφή τού ή τής συζύγου, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, ανδραδέλφη ή γυναικαδέλφη 2. ο σύζυγος τής αδελφής, γαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cognado < ιταλ. cognato < λατ. cognatus «συγγενής»] … Dictionary of Greek
νυός — νυός, οῡ, ἡ (Α) 1. η σύζυγος τού γιου, η νύφη 2. αδελφή τής συζύγου, γυναικαδέλφη, κουνιάδα 3. έγγαμη γυναίκα, σύζυγος 4. νέα γυναίκα, κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. *snusos «νύφη» (πρβλ. αρμ. nu, nu oy). To λατ. nurus «νύφη, κουνιάδα»… … Dictionary of Greek
πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… … Dictionary of Greek
Αδάδ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Γετθαίμ (Ιδουμαίας), χώρας μεταξύ της Νεκράς θάλασσας και του Αιλανίτη κόλπου, η οποία έφτανε έως την Αραβική έρημο. O Α. διαδέχτηκε στον θρόνο τον Ασόμ και νίκησε τους Μαδιανίτες στην πεδιάδα Μωάβ,… … Dictionary of Greek
Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η … Dictionary of Greek
Τσανγκ Κάι-σεκ — (Νονγκ πο 1887 – Ταϊπέχ 1975). Κινέζος στρατηγός και πολιτικός. Από οικογένεια γεωργών και εμπόρων, το 1907 στάλθηκε να συμπληρώσει τις σπουδές του στο Τόκιο, όπου γνωρίστηκε με εξόριστους Κινέζους, οπαδούς του ριζοσπάστη ηγέτη Σουν Γιατ σεν. Το… … Dictionary of Greek